- τόλα
- το, Νάκλ. μετρολ. ινδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 180 κόκκους, δηλαδή 11,7 γραμμάρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek